Την Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021 ο εταίρος του γραφείου μας Ιωάννης Παπαδόπουλος πραγματοποίησε εισήγηση με τίτλο «Το τεκμήριο αθωότητας και αστικές αξιώσεις – Εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου», στη διαδικτυακή ημερίδα «Τροχαίο ατύχημα & Ιδιωτική Ασφάλιση – Αστικά & Δικονομικά Ζητήματα» που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Νομικών e-Θέμις σε συνεργασία «Με τον Δικηγόρο».
Η δέσμευση ή μη του πολιτικού δικαστηρίου, με βάση το τεκμήριο αθωότητας, από αθωωτική ποινική απόφαση, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα νομικούς που ασχολούνται με υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων. Τι γίνεται όταν, για παράδειγμα, για το ίδιο αυτοκινητικό ατύχημα κρίνεται αναίτιος και αθώος στο ποινικό δικαστήριο ο οδηγός ενός οχήματος για πρόκληση σωματικής βλάβης ή θανάτου σε βάρος ενός άλλου οδηγού ή πεζού, ενώ στη συνέχεια ο ίδιος οδηγός κρίνεται αποκλειστικά υπαίτιος στο αστικό δικαστήριο.
Το ζήτημα εστιάζει στη δεσμευτικότητα της ποινικής αθωωτικής απόφασης στο πλαίσιο μιας επακόλουθης αστικής δίκης, κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ. Από την επισκόπηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, που ερμηνεύει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, παρατηρείται μία τάση επέκτασης του τεκμηρίου αθωότητας, με μείωση της ευρύτητας και της αυτονομίας της πολιτικής δίκης απέναντί του. Και ναι μεν δεν αποκλείεται, όταν αμετάκλητα δεν έχει διαπιστωθεί η ενοχή του εναγομένου στο ποινικό δικαστήριο, η δικαστική καταδίκη του σε αποζημίωση υπέρ του θύματος, πλην όμως οι αυξημένες πλέον προϋποθέσεις που υπάρχουν για τη μη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, δημιουργούν μία μεγάλη προστατευτική εμβέλεια στο τελευταίο.
Η διασταλτική αυτή ερμηνεία του άρθρου 6 παρ.2 ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ επηρέασε τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και ειδικά του Αρείου Πάγου, που ασχολήθηκε αρκετές φορές με το ζήτημα της επίδρασης μιας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης στην πολιτική δίκη, όταν στο πλαίσιο της τελευταίας οι αξιώσεις του ενάγοντος σχετίζονται με το ίδιο βιοτικό συμβάν που κρίθηκε αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο.
Στην εξέλιξη της νομολογίας διαμορφώθηκαν και υποστηρίχθηκαν δύο απόψεις:
Κατά την πρώτη άποψη που τάσσεται υπέρ της μη δέσμευσης πολιτικών δικαστηρίων από την αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση,ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να δεχθεί οπωσδήποτε την τελευταία. Ενώ κατά τη δεύτερη άποψη υποστηρίχθηκε ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεσμεύονται από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση και ότι η επιδίκαση αποζημίωσης σε βάρος του πρώην κατηγορουμένου δεν είναι επιτρεπτό, στο πλαίσιο της ενότητας της έννομης τάξης, να καταλείπει αμφιβολίες όσον αφορά την προηγούμενη αθώωσή του.
Στο πλαίσιο της νομολογιακής αντιμετώπισης του ζητήματος έχουμε την λίαν πρόσφατη απόφαση ΟλΑΠ 4/2020. Με ομόφωνη απόφαση, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (σε πλήρη σύνθεση) ήρε τη διχογνωμία που είχε ανακύψει στους κόλπους των αναιρετικών τμημάτων αλλά και των δικαστηρίων της ουσίας ως προς την επιρροή της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου επί ταυτότητας ή τουλάχιστον συνάφειας των πραγματικών περιστατικών της άδικης πράξης.
Με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ωστόσοτο πολιτικό δικαστήριο επιβάλλεται να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτή με απόλυτα αιτιολογημένη κρίση. Επισημάνθηκε ότι κρίσιμη είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται, συνεπώς η συλλογιστική της πολιτικής απόφασης, τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο σκεπτικό δε θα πρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση άμεσα ή έμμεσα την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας θα πρέπει να κρίνεται in concreto.
Όπως επεσήμανε και ο Ιωάννης Παπαδόπουλος στην εισήγησή του, η απόφαση 4/2020 της Ολομέλειας αντιμετώπισε με δογματική πληρότητα και σαφήνεια το ζήτημα των ορίων και της έκτασης του τεκμηρίου αθωότητας στην αστική δίκη. Στην πράξη ο αστικός δικαστής καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στον περιορισμό της ζημίας του θύματος και στον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, ενώ το ΕΔΔΑ φαίνεται να προσπαθεί να εξεύρει τη μέση αποδεκτή λύση, στην οποία διαπιστώνεται το αναγκαίο consensus για την ερμηνευτική διάπλαση του τεκμηρίου ως προς το εν λόγω ζήτημα. Το ζήτημα του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας στο πλαίσιο της αστικής δίκης, όπως προκύπτει και από το σκεπτικό της απόφασης της ΟλΑΠ αντιμετωπίζεται επιτυχώς με το «δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο» του αναιρετικού λόγου του 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ.
Καταλήγοντας εξέφρασε την άποψη ότι το πρόβλημα της «ενότητας της έννομης τάξης» που θέτει με αγωνία μέρος της προηγούμενης νομολογίας του ΑΠ, αλλά και της θεωρίας, δεν προσφέρεται για νομολογιακή αντιμετώπιση και διάπλαση νέων θεσμών, αλλά εναπόκειται στο νομοθέτη να θέσει ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο, που θα καθορίσει τις περιπτώσεις και προϋποθέσεις δέσμευσης των δικαστηρίων μίας δικαιοδοσίας από τις αποφάσεις άλλης δικαιοδοσίας, όπως τούτο έπραξε για τη διοικητική δικαιοδοσία σε σχέση με την πολιτική και ποινική δικαιοδοσία με το άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔικ/μίας.
Ακολούθως παρατίθεται η παρουσίαση που συνόδευσε την εισήγηση.